παρεκτρίβομαι

παρεκτρίβομαι
Α [εκτρίβω]
1. εκβάλλω κάτι πλαγίως με την τριβή
2. παθ. εκτρίβομαι ισχυρώς, υφίσταμαι έντονη τριβή («παρεκτριβομένου τοῡ ἀέρος», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”